ντεμοντέ

ντεμοντέ
ο, η, το
άκλ.
1. ως επίθ. αυτός που δεν είναι πλέον σύμφωνος με τις επιταγές τής μόδας, παλιομοδίτικος («φόρεμα ντεμοντέ»)
2. απηρχαιωμένος, ξεπερασμένος («ιδέες ντεμοντέ»)
3. (ως επίρρ.) ντεμοντέ
με τρόπο που δεν είναι σύμφωνος με τη μόδα («ντύνεται ντεμοντέ»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. demode «απηρχαιωμένος, έξω από τη μόδα» < γαλλ. demoder «δεν ακολουθώ τη μόδα» < de- + mode «μόδα, τρόπος»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”